τζίκνα

τζίκνα
η, ΝΜ
βλ. τσίκνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρουθούνι — το / ῥουθούνι, ΝΜ, και αρθούνι Ν, και ῥουθοῡνιν και ἀρθοῡνιν Μ καθένα από τα δύο ελλειψοειδή ανοίγματα στο κάτω μέρος τής μύτης (α. «τα δυο του τα ρουθούνια ξερνούν αντάρα και φωτιά» β. «καὶ τζίκνα γέμισαν πολλὴν τ ἀρθούνια μου στὴν στράταν»,… …   Dictionary of Greek

  • τσίκνα — και τζίκνα, η, Ν 1. οσμή που προέρχεται από καμένο φαγητό και, ιδίως, κρέας 2. οσμή ψημένου κρέατος 3. οσμή καμένων τριχών και ιδίως καψαλισμένου κεφαλιού σφαγίου 4. οσμή ούρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. κνῖσα, μέσω ενός τ. *κνίτσα με αντιμετάθεση… …   Dictionary of Greek

  • τσικνώνω — και τζικνώνω Ν 1. τσικνίζω 2. περιχύνω φαγητό με καυτή σάλτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίκνα / τζίκνα (για άλλες απόψεις βλ. λ. τσίκνα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”